λ_ink #04.1.

 

Ένο Αγκόλλι / Eno Agolli

 

Ένα ποίημα στα ελληνικά,
ένα δοκίμιο στα αγγλικά

 

 

 


Η φιλοσοφική ανατομία της Νόρα Χέλμερ και της Έντα Γκάμπλερ

 

 

Τουλάχιστον η Νόρα δεν ήταν πάντοτε έτσι. Ακόμη πίνει μόνη της Earl Grey τα πρωινά και προτιμά να σκέφτεται πως αυτό που συνιστά νόημα είναι περισσότερο η γνώση της χρήσης παρά η ισχύς της αναφορικότητας, αλλά είμαστε βέβαιοι πώς κάτι έχει αλλάξει σημαντικά. Ας προσέξουμε λίγο καλύτερα μερικά αποσπάσματα από τη σκηνική της παρουσία:

Ατενίζει έξω απ’ το παράθυρο, αλλά δεν κοιτάζει τίποτε συγκεκριμένο. Ακούει φωνές κάποιων παιδιών που παίζουν σε μια σχετικά μακρινή αυλή έξω από το οπτικό της πεδίο. Μπορεί, ωστόσο, να ισχύει και το αντίθετο – μπορεί να είναι αυτή που παίζει σε κάποια αυλή, και τα παιδιά που φωνάζουν να ατενίζουν έξω απ’ το παράθυρο: το ορατό είναι μερικές φορές πιο αμφίσημο από το αόρατο. 

Κάνει ένα βήμα μπροστά για να βρίσκεται στην περιφέρεια του προβολέα. Ετοιμάζεται για τον μεγαλύτερο μονόλογο της ζωής της. Παίρνει μια βαθιά εισπνοή και η άκρη του ματιού της πιάνει το ανυπόμονο βλέμμα του σκηνοθέτη. Ξαφνικά, δεν είναι σίγουρη αν θα έπρεπε να υπάρχει καν ένας σκηνοθέτης σε μια τόσο προσωπική στιγμή: το ορατό είναι μερικές φορές πιο αμφίβολο από το αόρατο.

Σε μερικά λεπτά θα αποφασίσει να του πει την αλήθεια και να εγκαταλείψει τα παιδιά της. Η μυρωδιά μωρού που είχε ακόμη στα μαλλιά του ο Ιβάρ και το ρυθμικό γέλιο της Έμυ: η ανάμνηση είναι ταυτόχρονα παραγωγός και τροχοπέδη της πράξης. Όλ’ αυτά, βέβαια, θα τα ξεχάσει. Οφείλει να τα ξεχάσει. Μερικές στιχομυθίες. Ελλειπτικές εκφράσεις. Προϋποθέσεις. Όλα αυτά έχουν ελάχιστη σημασία: κατευθύνεται στην πόρτα με κάποια περηφάνια και την κλείνει πίσω της με δύναμη. Κρότος. Ένα esprit de l’escalier αυτή τη στιγμή θα ήταν καίριο: το ορατό μερικές φορές είναι αόρατο.

*

Η Έντα, φυσικά, είναι κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα των μερών της. Για την ακρίβεια, είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της λογοτεχνικής επιστημολογίας: πρώτα απ’ όλα, κανείς δεν ξέρει τι πρέπει να αθροίσει στην περίπτωσή της. Κάθε σωστή εκδοχή της Έντα θα έπρεπε να είναι μια συνάρτηση των συμφραζομένων της. Ενίοτε, είναι και η ίδια ένα συμφραζόμενο. Ας την τοποθετήσουμε, λοιπόν, σε κάποια αυθαίρετα συμφραζόμενα για να δούμε πώς επιτυγχάνουν:

Ο πατέρας τής είχε αγοράσει εκείνο το ακριβότερο κίτρινο σάρι που του είχε ζητήσει. Το απόγευμα μού είχε πει ότι θα πήγαινε να δει μια παλιά της φίλη που είχε επιστρέψει απ’ τη Βομβάη, αλλά ήξερα πως θα πήγαινε να τον δει. Δεν είχε μόνο τα χρώματα, την ιδανική απαλότητα και τη φωτεινή μέθη εκείνου του δειλινού – θα έλεγε κανείς πως ήταν το δειλινό. Ανέβηκε στο ποδήλατο που είχε νοικιάσει όχι τόσο με χάρη ή με κάποια έμφυτη χορευτική δεινότητα, αλλά με την αλλόκοτη ζωτικότητα που θα μετουσίωνε το ποδήλατο σε μια μορφή νοήματος αν ήξερε, με κάποιον τρόπο, ότι θα ήταν το όχημά της όχι μόνο προς εκείνον αλλά και προς τον θάνατο. Όταν με ρώτησε η μητέρα για την Έντα, δεν της είπα τίποτα. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν.

Τα μεσάνυχτα δεν είχε γυρίσει. Μας χτύπησε την πόρτα κάποιος, του οποίου είτε δε θυμάμαι το πρόσωπο είτε δεν είχε καν. Μας οδήγησε μέσα από το σκοτεινό σοκάκι που πήγαινε προς το σπίτι του, έκανε περίπλοκες στροφές, κατευθυνόταν παντού, μεγάλωνε και μίκραινε κατά το δοκούν. Ξαφνικά, φτάσαμε στην πόρτα του σπιτιού μας και πάλι. Το μόνο που μπορούσα να καταλάβω ήταν ό,τι μπορούσα να καταλάβω. Σε λίγο άνοιξε την πόρτα η Έντα και φαινόταν λες και μες στο σπίτι είχε ξημερώσει – μια περισσότερο εννοιολογική παρά χρονολογική διχοτόμηση της πραγματικότητας, σαν αυτές που βλέπει κανείς στα τελευταία έργα του Magritte, που μας είχε ξεπεράσει και είχε καθιερωθεί παρά τη θέλησή μας. Μου χαμογέλασε και μου πρόσφερε ένα πήλινο δοχείο που μύριζε βοδινό κρέας. Στα μέρη μας κάτι τέτοιο είναι αμαρτία. 

Αλλά νομίζω ότι για πρώτη φορά μπόρεσα να δω με διαύγεια το περιεχόμενο του φαινομένου της. Σε αυτή τη μοιρασμένη μας πραγματικότητα, που μπορεί να ήταν ένα όνειρο του μεσονυκτίου, μια πιθανότητα, μια απόκλιση ίσως, η Έντα έβγαζε απόλυτο νόημα. Τα ακανόνιστα τετράγωνα του Mondrian που κατοικούσαμε ήταν μια ικανή κι αναγκαία συνθήκη κατανόησης. 

*

Η Νόρα και η Έντα είναι τόσο αυθαιρεσίες όσο και αναγκαιότητες. Φυσικά, θα μπορούσαμε να άρουμε τη φαινομενική παραδοξότητα και την επαίσχυντη λογοτεχνική επιτήδευση αυτού του αφορισμού, δανειζόμενοι από το εννοιολογικό οπλοστάσιο του Kant. Το αρχιμήδειο σημείο της Κριτικής του Καθαρού Λόγου είναι η εξής προκείμενη: αν κάτι –οτιδήποτε, πόσο μάλλον έννοιες τόσο σαγηνευτικές όσο η αδρή οπτασία της Νόρα ή η εξευγενισμένη καθαρότητα της Έντα– είναι αντιληπτό, τότε υπάρχει κατ’ ανάγκην και κατ’ ελάχιστον ως πιθανότητα.

Κατά συνέπεια, η Νόρα και η Έντα υπάρχουν κατ’ ανάγκην και κατ’ ελάχιστον. Κυρίως κατ’ ελάχιστον. Διότι είμαστε πολύ λίγοι, ελάχιστοι: είμαστε το λειψό εκείνο άθροισμα των απωλειών μας. 

*

Η Νόρα κοιτά δυτικά και η Έντα ανατολικά. Είναι πράγματα που ξέρεις αλλά αδύνατον να ορίσεις. Σύγκρινε τις απαντήσεις, λέει ο Wittgenstein: 

Ποιο είναι το ύψος του Mont Blanc;
και 
Πώς ακούγεται ένα φλάουτο;

Η Νόρα και η Έντα ανήκουν, εξ ορισμού, στον ήχο του φλάουτου. Είναι το ανοιχτό όριο ενός μαθηματικού ορισμού που δεν μπορείς να διακρίνεις απ’ τους στίχους:

κάπως έτσι απόλλυται 
η μετενσάρκωση της άνοιξης
κάπως
έτσι

βέβαια δεν αρέσει σε καμία η στίξη ούτε η κλίση γιατί είναι αμφότερες δύο επιρρήματα.

*

Όλοι ετοιμάζονταν για την άφιξη της μητέρας κι έτσι στο σπίτι επικρατούσε μια μόνιμη υπόκωφη φασαρία. Ο πατέρας είχε βάλει τα γυαλισμένα σκαρπίνια του και είχε ζητήσει από την Έντα να του δέσει το παπιγιόν γιατί ο δικός του πατέρας είχε πεθάνει πρόωρα και άδοξα χωρίς να προλάβει να του κληροδοτήσει αυτόν κι άλλους παρόμοιους αλγόριθμους ανδρείας. Αλήθεια, από ποιον είχε μάθει η Έντα να δένει τόσο καλά τα παπιγιόν; 

Καθώς ετοίμαζε ένα γλυκό του κουταλιού που είχε φτιάξει πολλές φορές με μια παιδική της φίλη, είδε πως ο πατέρας, καθισμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα, με ένα βιβλίο κάποιου άγνωστου ποιητή ανά χείρας, είχε καρφώσει σταθερά το βλέμμα του στο κενό. Έμοιαζε να σκέφτεται πράγματα λεπτά, τέτοια που ίσως το απλοϊκό μυαλό της Έντα δε θα ήταν ποτέ ικανό να συλλάβει στην ολότητά τους. 

Έβαλε μουσική. 

Τον πήρε να χορέψουν γιατί ήξερε ότι μερικές από τις πιο ευτυχισμένες του αναμνήσεις ήταν τα κυριακάτικα πρωινά, οπότε αρνούνταν πεισματικά να ακολουθήσουν τη μητέρα και τη Νόρα στην Εκκλησία και χαίρονταν το φως της αυλής, χορεύοντας ακατάπαυστα κι εκτός ρυθμού. 

Της είπε πως είχε γεράσει και πως η μητέρα θα έβρισκε δύσκολο να αναγνωρίσει πως πίσω απ’ το ώριμο πρόσωπο, όντως μέσα απ’ αυτό, μπορούσε να προκύψει η ίδια ερωτική ουσία που την είχε προσελκύσει πριν από τρεις δεκαετίες. Ένιωσε το βάρος των ρυτίδων του να βυθίζεται πέρα από την υλική τους επιφάνεια: Η Έντα του έδωσε ένα παρατεταμένο φιλί στο στόμα. 

Χόρεψαν για ώρα κι άφησαν το σπίτι κάπως ατημέλητο. 

Όταν η μητέρα χτύπησε το κουδούνι είχε έρθει με ένα μπουκέτο γιασεμιά και κρίνα. Χαρές. Αγκαλιάστηκαν, όχι βέβαια χωρίς αμηχανία, αλλά ούτε και χωρίς τη χάρη που απολαμβάνουν τα σώματα που τα έχει γνωρίσει η εγγύτητα της επαφής. Ο πατέρας έτριβε τα χέρια μερικές φορές στους μηρούς του, αν και προσπαθούσε να μην κάνει φανερή την ανησυχία του. Ήταν εύγλωττος όπως πάντα. Η Έντα ένιωσε την καρδιά της ν’ ανοίγει από ευδαιμονία μπροστά στην ευφορία της συμφιλίωσης των προγόνων.

Ανέβηκε στον πάνω όροφο να καλέσει τη Νόρα. Δεν περίμενε ποτέ πως θα άκουγε: «Δεν έρχομαι. Πιστεύω πολύ περισσότερο στον δυϊσμό απ’ ό,τι θα ήταν αποδεκτό για να κατέβω». 

Θα έπρεπε τα κίνητρα της Νόρα να είναι προφανή. Η πιθανότητα του έρωτα είναι επιτρεπτή μόνο υπό την προϋπόθεση μιας δυϊστικής αντίληψης του κόσμου: αν κάτω από την αέναη μεταβλητότητα της υλικής εντύπωσης δεν υπάρχει η αισθησιακή σταθερότητα του νου, δεν υπάρχει έρωτας. 

Ο έρωτας αποτελεί το κωνάριο όπου αγγίζουν το εφήμερο και το αιώνιο, η λήθη και η ανάμνηση. Κι εξουδετερώνονται. 

*

— Ευχαριστώ που μ’ έφερες ώς εδώ, είπε η Νόρα. 
— Είναι πολύ όμορφα, δε συμφωνείς; απάντησε η Έντα. 
— Συμφωνώ. 
— Μ’ αγαπάς;
— Είμαστε μόνες. 
— Καλώς. Αλλά θα μπορούσες να μη μ’ αγαπάς. 
— Αγαπώ τον εαυτό μου. 
— Έχεις καταλάβει ότι είμαστε ίδιες.
— Ναι. 
— Ναι. 
— Μια από μας πρέπει να πεθάνει.
— Δεν έχει σημασία. 
— Ναι. 
— Ναι. 

Βρίσκονταν σ’ έναν αχανή τόπο με σιτάρι κι άλλα ωχρά σπαρτά. Στο βάθος μπορούσε κανείς να διακρίνει μερικά ταπεινά σπιτάκια, βαμμένα κυρίως λευκά. Περνούσαν πού και πού μερικά οχήματα, αλλά εκτός απ’ αυτά τίποτε δεν τάραζε την ησυχία. Είχε μια ανυπόφορη λιακάδα. 

Ακούστηκε ο βαθυστόχαστος παλμός του ήρεμου νοτιά. Τίποτε δε φέρει πάνω του το στίγμα της απώλειας. 

Η καρδιά της Έντα χτύπησε δυνατά, αλλά χωρίς να το καταλάβει είχε σηκώσει με τα δυο χέρια το λευκό φουστάνι κι έτρεχε προς τον ακαθόριστο ορίζοντα που δεν τελειώνει ποτέ. Παρόλο που της πήρε μερικά δευτερόλεπτα της Νόρα να το συνειδητοποιήσει, την κυνήγησε αμέσως. Ήταν γυμνή για κάποιο λόγο που αγνοούμε και διέσχισε το φωτεινό τοπίο με την ασφάλεια με την οποία το αόρατο διασχίζει ό,τι είναι και δεν είναι. Έπιασε τη Νόρα απ’ τα μαλλιά και την ξάπλωσε κάτω. 

Η απώλεια είναι αδιέξοδο. 

Την κοίταξε στα μάτια και της έδωσε ένα χαστούκι. Τη φίλησε στο στόμα και της θύμισε μια μάλλον πανάρχαιη ζωή οπότε είχε χορέψει ένα άτσαλο βαλς με τον πατέρα. Της είπε:

— Πού πας; Δεν υπάρχει μέρος να πας. 
— Θέλω να σε βρω, 

της απάντησε.

 


Jean-Luc Godard
La chinoise (1967)


 

The birth of the author

 

 

 

In many ways, the modern author was born in Marcel Proust’s In Search of Lost Time.

One of the most salient features of the novel is the convergence and ultimate collapse into a single literary entity of the actual and fictional narrators in what is, perhaps, the most important moment of genuine metafiction in modernist literature. In what follows, my task will be to use some of the ideas of analytic philosophy in order to sketch the very rudimentary steps towards a new conception of poetry and fiction where authorial metafiction and self-reference feature in a redefined and prominent way. My aim is to, ultimately, attempt to lay a very small part of the foundations for a new way of doing and experiencing literature.

And, first and foremost, to bring the author back to life

In the famous section 201 of his Philosophical Investigations, Ludwig Wittgenstein presents the reader with the most astonishing skeptical possibility ever launched within, at least, twentieth century philosophy: the paradox that any course of action may be made to comply with a rule because a rule needs to be interpreted and, in principle, nothing whatsoever prevents various interpretations of the same rule. Thus, if the meaning of a word, a sentence, or a text is taken to provide a rule for its correct understanding, then meaning proves to be useless. Because it can be variously interpreted. Contemporary philosopher Saul Kripke has pushed this line of thinking to its natural conclusion: there is no such thing as meaning anything by anything. 

Wittgenstein’s skeptical challenge calls for a revision of our notion of meaning. Unlike the common belief that it is the meaning of a linguistic item, say a word, that determines the use we make thereof, his proposal (in a way, the converse of the common belief) is the following: it is the use of a word, or language more broadly, that determines the meaning thereof. More precisely, the proposal seems to be that we come to understand the meaning of linguistic items just by using such items in a certain way. Just by exhibiting a certain behavior that counts as the use of linguistic items. 

But who counts such behavior as linguistic? On John McDowell’s interpretation of Wittgenstein, when we perform meaningful behavior we do so only because we have been initiated in certain patterns of behavior that are deemed to be usual or correct or right and, therefore, meaningful by the surrounding society. This is revolutionary. Wittgenstein will be remembered from bring ‘ideas’ from their platonic realm, “back into sobriety”, grounding them onto Earth and human society. 

So, we break the dark membrane of brute animal behavior and enter the real of luminous, meaningful discourse by being initiated to nothing more than customary practice in a society. Such customary practice is what he calls a “language game”. Generalizing, one might say that a language game creates meanings, and, with it, meaningful reality. 

My suggestion is that a text is a proper language game – of course, within the framework of a general language game, namely ordinary, natural language – which must be viewed as the birthplace of a meaningful reality, one which coincides with the author. 

I will try to explain this suggestion. The common belief is that a text is nothing more than a report of some sort – a meaningful entity that describes some state of affairs, either some external portion of reality or an inner feeling or feelings of an experiencing subject. It is a slice or collection of a thinking subject’s ruminations. I think that this conception of text is quite mistaken. For it fails to treat the text as a proper language game. That is, as a microcosm that constitutes a practice, a piece of behavior that determines completely and independently the meaning of the items that comprise it – a game, as it were, with its own rules to be understood in separation from the general framework of the respective ordinary language it employs. 

In other words, literary text is not descriptive, but performative. This sentence should not be entirely unfamiliar to Greek speakers, for it should explain to some extent the etymology of «ποίηση» as “creation”. The poem does not refer to any reality beyond itself; it is a reality – a created reality. To appreciate this better, I will consider the notion of performativity under its proper philosophical light. In the same spirit as Wittgenstein, Oxford philosopher J.L. Austin revolutionized in a similar way the philosophy of language by introducing his theory of speech acts. In his How to Do Things with Words, he gives a treatise of all meaningful sentences as, in fact, at bottom, meaningful acts – to say and to do are not, it turns out, as far apart as traditional philosophy might have thought. The key to this conclusion is a special class of utterances, such as “I hereby pronounce you husband and wife” or “The meeting is hereby adjourned” etc. The distinctive feature of such utterances, called declarative utterances, is that, by stating something to be the case, they make it be the case: by stating a reality, they create it. I take literary text, at large, to have the same declarative provenance.  

The last step in this brief essay-manifesto has to do with the crucial position that is to be played, upon the aforementioned construal of literary text, by self-reference. As I said, a paradigmatic case is Marcel Proust’s opus, where, in the last volume, Time Regained, the actual author resolves the book with a moment of epiphany bestowed upon his literary persona. At that moment, in Prince de Guermantes’s house, the literary persona realizes his wish to become an author – to be the actual author narrating this very moment. The book ends exactly where it begins: a genuine moment of the ouroboros symbol: a complete and independent self-perpetuating reality. My claim is that it is this ouroboros-like quality that makes the literary text a (really) created reality.

It is only when the author has discovered a piece of themselves by means of self-reference of a proustian variety that the poem transcends its humble status as a mere description of another reality to a created reality in its own right. It is only then that the author is (re)born.

 

Ο Ένο Αγκόλλι γεννήθηκε το 1994 στην Αλβανία. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα σπουδάζει αναλυτική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Κείμενά του εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 2014, στο περιοδικό Εντευκτήριο και το 2015 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Ποιητικό αίτιο

http://www.biblionet.gr/book/202638/...

Ένο Αγκόλλι: Ποιητικό αίτιο
(Εκδόσεις Εντευκτηρίου)