λ_ink #01.2.

 

Ali Smith

“How to be both”

«Πώς να είσαι και τα δύο», 2014

(απόσπασμα)

Μετάφραση: Βασίλης Αμανατίδης

 

 

[...]

Τα φύλλα, που όλο κιτρίνιζαν, να τα χτυπά η λιακάδα, κι εγώ παιδί, μικρό, σε μια λίθινη πλάκα επάνω, θερμή απ’ τον ήλιο, πολύ μικρή εγώ για να μπορώ να περπατώ, και κάτι στριφογυρνούσε μες στον αέρα κι έπεφτε, έπεφτε, ώσπου προσγειώνεται στη μέση μιας τόσης δα λιμνούλας, αλόγου κάτουρα είχε μέσα, και να ξεχειλίζουν οι αφροί κι οι φυσαλίδες τους, μα η μυρωδιά τους όμορφη μέσα στις δίπλες μες στην πέτρα, ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο μονοπάτι που ’χε φτιάξει για τα καρότσια για τις πέτρες μες στην αυλή, ναι, ο πατέρας μου.

Το πράγμα που ήρθε κι έπεσε έκανε να συμβεί κύκλος εκεί, κι εφανερώθη έτσι μες στα κάτουρα ένα δαχτυλίδι : που όλο πλάταινε, όλο φάρδαινε, ώσπου έφτασε στις άκρες της λιμνούλας και αυτό ήταν, πάει, εχάθη τότε.

Μια μαύρη μπαλίτσα ήταν, όμοια με κεφαλάκι απίστου : είχε μόνο ένα μονό φτερό, και από μέσα του ένα πράγμα σκληρό κι έτσι λίγο χνουδωτό πετιόταν τεντωμένο.

Όμως το δαχτυλίδι που ’φτιαξε σαν έπεσε μες στη λιμνούλα είχε κάνει πια φτερά.

Ε, μα πού πήγε;

Εγώ τις φώναξα τις λέξεις, όμως εκείνη τσαλαπατούσε ύφασμα μες στο μεγάλο μισοβάρελο : κι έκαμνε το ύφασμα να γίνεται λευκό με το σαπούνι της, και σιγοτραγουδούσε, και δε μ’ άκουσε, ναι, η μητέρα μου.

Φώναξα ξανά.

Πού πήγε;

Μα πάλι δεν με άκουγε : σήκωσα μια πέτρα : σημάδεψα το βαρέλι στο πλευρό, αστόχησα, χτύπησα όμως μία κότα στις φτερούγες της : η κότα έβγαλε κοτίσιο ήχο και αναπήδησε και παραλίγο κιόλας να πετάξει : έτρεχε πάνω-κάτω μ’ ένα σαν χορό που μου προξένησε και γέλια, γιατί τις κατατρόμαξε τις χήνες και τις πάπιες και τις άλλες κότες : μα η μητέρα μου που είχε δει την πέτρα να χτυπά την κότα βγήκε απ’ το βαρέλι κι έτρεξε κατά το μέρος μου, μα μ’ υψωμένο το ’να χέρι στον αέρα, γιατί είχε μίσος βαθύ η μητέρα μου για καθετί σκληρό κι άδικο πράγμα.

Ω, δεν ήμουνα εγώ, της είπα. Όχι, εγώ δεν το. Εγώ απλώς σε φώναζα. Ήσουν απορροφημένη και την πέταξα μήπως με προσέξεις. Δεν ήθελα να τη χτυπήσω την κοτούλα. Όμως εμπόδιζε, μπήκε στη μέση.

Άφησε τότε το χέρι της στο πλάι.

Πού την έμαθες τη λέξη; είπε.

Ποια λέξη; είπα.

Απορροφημένη, είπε. Πρόσεξε τι θα πεις.

Από σένα, είπα.

Α, είπε.

Στεκόταν εκεί, μέσα στη σκόνη, με τα υγρά της πόδια : οι αστράγαλοί της διάστικτοι με φως.

Πού πήγε; είπα.

Πού πήγε τι; είπε.

Το δαχτυλίδι, είπα.

Ποιο δαχτυλίδι; είπε.

Χαμήλωσε το σώμα της και κοίταξε μες στη λιμνούλα : όπου και το ’δε το φτερωτό το πράγμα.

Μα αυτό δεν είναι δαχτυλίδι, είπε. Σπόρος είναι.

Της είπα τότε τι είχε γίνει : γέλασε.

Α, είπε. Τέτοιο δαχτυλίδι λες. Νόμισα πως μου ’λεγες για δαχτυλένιο δαχτυλίδι, όπως βέρα ή κάτι χρυσαφένιο.

Δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου, και το 'δε.

Γιατί κλαις τώρα; είπε. Μην κλαις. Χίλιες φορές καλύτερο από κείνα είναι το δαχτυλίδι που μου λες.

Πάει, είπα. Χάθηκε, πάει.

Ω, είπε. Γι’ αυτό, βρε, κλαις; Άκου χάθηκε, διόλου δε χάθηκε. Γι’ αυτό κι είναι καλύτερο από χρυσάφι. Δε χάθηκε, απλώς δεν μπορούμε να το δούμε πια. Όμως αυτό, να ξέρεις, ακόμη πάει και τραβά το δρόμο του και μεγαλώνει. Κι ούτε ποτέ θα πάψει να πηγαίνει, να πλαταίνει, να φαρδαίνει, αυτό, ναι, το δαχτυλίδι που είδες. Και που ήσουνα και τυχερή και που το είδες. Γιατί μόλις έφτασε στις άκρες της λακκούβας ξέφυγε κι απ’ τη λακκούβα αυτή, πήγε τρύπωσε μες στον αέρα, κι έγινε έτσι αόρατο. Θαύμα. Δεν το ’νιωσες να μπαίνει μέσα σου; Όχι; Ω, μα μπήκε, μέσα του είσαι τώρα. Κι εγώ το ίδιο. Τώρα κι οι δυο εκεί είμαστε, μαζί. Μα κι η αυλή. Κι αυτοί εδώ οι σωροί : τα τούβλα, η άμμος. Κι η αποθήκη. Και τα σπίτια. Και τ’ άλογα, κι ο πατέρας σου, ο θείος σου, κι οι αδερφοί σου, κι οι εργάτες, κι ο δρόμος. Μα και τα σπίτια τ’ άλλα. Κι οι τοίχοι, κι οι κήποι με τα σπίτια, οι εκκλησιές, ο πύργος στα ανάκτορα, η κορφή του καθεδρικού, ο ποταμός, οι κάμποι πίσω μας, οι κάμποι εκεί πέρα, βλέπεις; Κοίτα ώς εκεί που φτάνει το μάτι σου. Βλέπεις τον πύργο και τα σπίτια εκεί μακριά; Όλα τα διαπερνά αυτό, τίποτα και κανείς δε θα νιώσει το παραμικρό, όμως αυτό είναι κει και τα διαπερνά. Φαντάσου το. Να κυκλώνει κάμπους, λιβάδια, χωράφια, όλα όσα εμείς δε βλέπουμε από δω. Και τις πόλεις πέρ’ απ’ τα λιβάδια, πέρ’ απ’ τα χωράφια μέχρι κάτω στη θάλασσα. Αλλά κι από τη θάλασσά μας παραπέρα. Το δαχτυλίδι που είδες, αυτό μες στο νερό, ποτέ του δε θα σταματήσει, θα ταξιδεύει μέχρι του κόσμου την άκρη, και μόλις την αγγίξει και αυτή θα πάει πιο πέρα κι απ’ αυτή. Τίποτα δεν το σταματά.

Η μητέρα μου κοίταξε κάτω, μέσα στα κάτουρα του αλόγου.

Κι όλα τούτα γίναν επειδή έπεσε ο σπόρος, είπε. Τον βλέπεις τον σπόρο εκεί; Ξέρεις από πού έχει έρθει;

Έδειξε πάνω, στα δέντρα πίσω από το σπίτι μας.

Αν βάλουμε, λοιπόν, τον σπόρο αυτόν μέσα στο έδαφος, είπε, και τον καλύψουμε με χώμα, και βρει κι αυτός την ευκαιρία του, ήλιο αρκετό, νερό αρκετό, με λίγη τύχη και δίκιο δηλαδή, θα φτιάξει μόνος του έν’ άλλο δέντρο.

Αυτά τα δέντρα ήταν μεγαλύτερα κι απ’ τους σωρούς των τούβλων : τα δέντρα υψώνονταν πολύ πιο πάνω κι απ’ τη στέγη του σπιτιού μας, του καμωμένου απ’ τον πατέρα του πατέρα του πατέρα μου : γιατί ήμαστε εμείς φαμίλια τειχοποιών και κτιστών : αυτό κάναν όλοι οι άντρες της φαμίλιας μας σαν αποχαιρετούσαν την παιδική τους ηλικία : η φαμίλια μου βοήθησε να ανεγερθούν τα ανάκτορα των Έστε, κι ο λόγος που οι Έστε είχαν δωμάτια ήμαστε εμείς : ανώνυμοι τειχοποιοί, μα και πρόσωπα σημασίας ιστορικής, ναι, εμείς.

Ψάρεψα μέσ’ απ’ τα κάτουρα τον σπόρο : ήταν αυτό κάτι που πρέπει να πέσει για να υψωθεί : έμοιαζε με κεφαλάκι ζαρωμένο, σαν τα κεφάλια που τα παίρναν και τ’ ανεβάζανε στα τείχη μετά από μια εξέγερση μα μ’ ένα φτεράκι να ξεπετάγεται στο πίσω μέρος του : αχ, και τι όμορφα που μύριζε άλογο : είχε 1 φτερό όχι 2 σαν τα πουλιά : κι ίσως γι’ αυτό και να ’πεσε : κι επειδή είχε πέσει, θα υψωνόταν κάτι.

Το ξαναπέταξα κει μέσα : και ξανάπεσε : μα 1 μέρα, εδώ, στο σημείο αυτό, και εξαιτίας του, κάποιο δέντρο θ’ άρχιζε να υψώνεται, με λίγη τύχη και δίκιο.

Ένα καινούριο δαχτυλίδι σχηματίστηκε, εξαφανίστηκε, πέρασε αόρατο από μέσα μου κι έπειτα γλίστρησε έξω, πέρα, προς τον κόσμο όλο.

 

Η Ali Smith (1962) είναι Σκοτσέζα συγγραφέας:

http://en.wikipedia.org/wiki/Ali_Smith

http://www.biblionet.gr/author/60956/Άλι_Σμιθ

Το πρόσφατο μυθιστόρημά της How to be both είναι ένα διμερές βιβλίο-καθρέφτης που ενώνει μία ζωγράφο του 15ου αιώνα με ένα κορίτσι του 21ου:

http://www.telegraph.co.uk/culture/books/bookreviews/11061768/How-to-Be-Both-by-Ali-Smith-review-brimming-with-pain-and-joy.html

Στα ελληνικά, κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2015 με τίτλο Πώς να είσαι δύο από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση Νίκου Α. Μάντη:

http://www.biblionet.gr/book/202541/Smith,_Ali,_1962-/Πώς_να_είσαι_δύο

Στο εδώ απόσπασμα: η ζωγράφος, ως παιδί ακόμη, αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά κάτι από τον κόσμο, τη λειτουργία της τέχνης και το μέλλον. Μετά τον πρόωρο θάνατο της μητέρας της, το κορίτσι θα ζήσει ως αγόρι, ασκώντας την τέχνη της ζωγραφικής.

Ali Smith: How to be both
(Hamish Hamilton Ltd)