λ_ink #05-06.2.

 

Μάριος Χατζηπροκοπίου

 

Της Ζωγραφούς

 

 

 


΄Α

 

Ο Γιάννος απ’ τη φυλακή δυο μέρες έν’ που εβγήκε

–σάπιζε χρόνους δεκατρείς και χρόνους δεκαπέντε–

Τις ρούγες κατηφόρισεν, εδιάηκε στο λιμάνι

Εδιάηκε στα πουταναριά, τη Ζωγραφού διαλέγει.

 

Είχε τα χείλη βυσσινιά και τα μισά του χρόνια.

 

Μα ως μες στη φλόγα των κεριώ-ν-εγλέντααν το γιαγκίνι

’ντικρύζει ο Γιάννος ζουγραφιά ’που το κρεββάτι απάνω

προβάλλει αγγελοπρόσωπη κοπέλα γγαστρωμένη

 

Χλωμιάζει ο Γιάννος, σπαρταρά, μιλιάν όμως δε βγάζει

μόν’ το λαιμό της Ζωγραφούς αφιονισμένος ψάχτει

το φυλαχτό της το χαλά, σκορπάν μαργαριτάρια

άλικη φέγγει χαρακιά, ’νός χατζαριού σημάδι.

 

ΓΙΑ: Σαν τι’ ναι τούτο, Ζωγραφού, ποιος σ’ έχει σακατέψει;

ΖΩ: Παιδί σαν ήμουν, έπαιζα στον κάμπο με καλάμι

ΓΙΑ: Καλάμι-ν-έτσι δεν τρυπά, καλάμι έτσι δε γράφτει

ΖΩ: Κακός πελάτης πλήρωσε, μ’ ένα σχοινί με γδέρνει

ΓΙΑ: Σχοινάκι-ν-έτσι δεν τρυπά, σχοινί δε χαρακώνει

ΖΩ: Ποιος είσαι εσύ και με ρωτάς, τι θες κι ανασκαλεύγεις;

ΓΙΑ: Πες μου, ποια είναι η μάνα σου; Πόθε γονοκρατιέσαι;

 

 

΄Β

 

ΖΩ: Βλέπεις η Αγγελοπρόσωπη στη ζουγραφιά πώς λάμπει;

Επάτειε, σχίζουνταν η γη, σεκλέντιζαν τα ουράνια

Σεκλένταε κι ο παπα-Σταυρής, κουρφά τη θυμιατίζει

Μα εφέντης της δεν νταγιαντά, Γιάννος πολλά εθυμώθη

Φουρκίζει τον η Λυγερή, πικρή φουσκώνει η ζήλεια.

 

Πέρα στις άκρες των ακρώ, στον ξορισμό του κόσμου

ξορίζουνε τις φθισικιές, ξορίζουνε τις ξένες 

και την Αγγελοπρόσωπη, στα γκρέμια την τσακίζουν

με διάτα του εφεντάκη της, ενός μηνού λεχώνα

μ’ ενός μηνού-ν-αγόραρο, δε χόρτασε το γάλα.

 

Σαν είναι να ’ ρτει τ’ Άγιο Φως, καμπάνες να σημάνουν

δεν ανασταίνεται ο Χριστός, δε λουλουδίζει ο Μάης

 στριγγλίζουν μόνο τα γκρεμνά στριγγλιές της γκρεμισμένης.

 

[…]

 

Κι αν την εγκρέμισε ο Γιαννιός, την ανασταίνει ο γιος τους.

 

Σαν κείνη Αγγελοπρόσωπος, λιγνοκυπαρισσένιος

τον ήλιον είχε στα μαλλιά, τ’ αστέρια στις πλεξίδες

τα δυο του καμαρόφρυδα, τριώ νυχτώ φεγγάρια

 

Έγινε δεκαεφτά χρονώ κι ήταν φτυστός η μάνα.

 

Θωρούν τον οι βουνοκορφές και διπλοχαμηλώνουν 

θωρούν τον νύφες άβλαφτες, τα πέπλα τους ματώνουν

θωρεί τον κι ο παπα-Σταυρής, πέφτει να προσκυνήσει.

 

Με το Μεγάλο Σάββατο, πριν της Λαμπρής τη μέρα 

σαν απολύσει η ακκλησιά κι οι χωριανοί πλαγιάσουν

κουρφά τον κράζει στο ιερό, κουρφά τον θυμιατίζει

με λίβανο απ’ τη Δαμασκό, με σμύρνα απ’ το Βερούτι

[…]

λιγώνεται ο λεβεντονιός, Σταυρής τον κανακεύγει

λιγοθυμά ο κυπάρισσος και τον αδράχτει ο Σταύρος

–πώς έν’ που αδράχτει η Παναγιά στην αγκαλιά τον υιόν της;–

έτσι έν’ που εβάσταε κι ο παπάς στον κόρφο τον λεβέντη

του βγάζει το πουκάμισο, πέρα πετάξαν τ’ άμφια

Νυμφίοι δυο ανασταίνουνται, φλογάτα χείλη σμίγουν

[…]

 

Άναψε τότε τ’ Άγιο Φως, σημάναν οι καμπάνες

Απ’ τ’ άκρη ηχήσαν των ακρώ, της γκρεμισμένης γέλια

 

Πρωτομαγιά ξημέρωνε στη φάτνη των ερώντω

 

Μα το γροικούν οι χωριανοί, το κραίνουν οι γειτόνοι

Το γροίκησεν κι ο αράθυμος του νιούτσικου-ν-ο κύρης 

Γιάννος φουσκώνει απ’ το θυμό, ζώνεται το χατζάρι

χυμάει μες τ’ Άγια των Αγιώ, τον παπα-Σταύρο σφάζει

του υιού τον κάτασπρο λαιμό, χαράζει απ’ άκρη σ’ άκρη.

 

Πόλιτσμαν πιάνει τον φονιά, στη φυλακή τον σέρνει

 

Γειτόνoι πιάνουν τον υγιό, στην αγορά τον σέρνουν

τον φτύνουν καταπρόσωπο, καπνιές τον μουτζαλώνουν

ανάστροφα τον δένουσι, καβάλα στο γομάρι 

με του τραγιού τα κέρατα, για το λαιμό γιορντάνι

με του τραγιού τα σωθικά, στη μέση για ζωνάρι

και με του τράγου την κοιλιά, νυφιάτικο στεφάνι

 

Σαν τέλεψαν τα στέφανα σαν τέλεψαν το ξόδι

πέρα στις άκρες των ακρώ, στον ξορισμό του κόσμου

ξαρμάτωσαν τον άτιμο, ξορίσαν τον στα λόγγα

 

Τον αγκαλιάζει η ερημιά, λαφάκι διψασμένο

ζαρκάδι στις σταχτιές ελιές, στων καστανιών τον ίσκιο

ντυνόταν φύλλα των δεντρώ, τ’ αγκάθια τον ξεσκίζαν 

 

τρεις μέρες επλανιότανε, ξενύχταε στα ξωκλήσια 

 

ώσπου την τέταρτη θωρεί της θάλασσας τα πλάτη

να πέφτει ο γήλιος χρυσαφής, να φέγγει αποσπερίτης

νίβεται στην ακρογιαλιά της πόμπεψης τη στάχτη

 

Λάμπει σαν ήλιος χρυσαφής, φέγγει, αποσπερίτης 

[…]

 

 

΄Γ

 

Εκεί, ματρώνα επέρναγε, θαμπώνεται απ’ το φως του

[…]

Στα σπίτια της τον μάζωξε, τον λούζει με τα μύρα 

τα δασωμένα γένεια του φράγκικα τα ξουρίζει

τα φρύδια βάφει τοξωτά και βυσσινιά τα χείλη

τον ντύνει στα μεταξωτά, τα δυο βυζά φουσκώνει

[…] 

την βγάζει                                                                           

 αγγελοπρόσωπη                      

                                    κοπέλα 

                                                                                 στα λιμάνια

 

ναύτες την ασημώνουσι κι αρχόντοι τη χρυσώνουν

τ’ άσπρου λαιμού τη χαρακιά μαργαριτάρια σκέπουν

τ’ όνομα παίρνει Ζωγραφού […]

 

Γιάννος ακούει και δε μιλά […]

 

ΖΩ: […] και Ζωγραφού με κράζουν

γιατί έχω πλάι μου, κόνισμα, τη ζουγραφιά της μάνας

 

Γιάννος ακούει και δε μιλά […]

 

ΖΩ: Περάσαν χρόνοι δεκατρείς και χρόνοι δεκαπέντε 

εμένανε μες στα χρυσά-ν-εφέντες με στολίζουν

τον κύρη τον διπλοφονιά τα σίδερα σαπίζουν.

 

[…] Γιάννος ακούει και κλαίγει

 

ΖΩ: Κουρφά-κουρφά, ’γω η Ζωγραφού, που κούρβα με λογιάζουν 

ασήμωσα τους δικαστές, τους φύλακες πλερώνω

τον κύρη μου λευτέρωσα […]

 

Γιάννος τα στήθια του χτυπά […]

 

Την άλικη τη χαρακιά της κόρης του φιλάει

κι εκείνη τον παρηγορά, τ’ άσπρα μαλλιά χαϊδεύγει

[…]

 

Λουφάζει ο Γιάννος στα βυζά, σαν λαβωμένο αγρίμι 

 κι η Ζωγραφού, η Παναγιά, στην αγκαλιά τον σφίγγει

πώς έν’ που τα νιογέννητα γλυκό χορταίνουν γάλα; 

έτσι κι ο Γιάννος βύζαινε του υγιού του το συχώριο

 

ΖΩ: Νάνι-νάνι μουρέλι μ', νάνι-νάνι…

νάνι κουπιλαρέλι μ', νάνι-νάνι…

Γλωσσάρι

 

Βερούτιν, το (ουσιαστικό): 
Βηρυτός
π.χ.: Και τρεις ημέρες έκαμεν να ρέξει το Βερούτιν

γιαγκίνι, το (ουσιαστικό): < τουρκική yangın:
πυρκαγιά, ολοκαύτωμα
π.χ.: Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι / στο ντουνιά δεν έχει γίνει
φούντωση, καψούρα
π.χ.: Ο σεμπτάς σου μ’ άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου

γιορντάνι, το (ουσιαστικό) < τουρκική yordan:
περιδέραιο
π.χ.: φορούσε ένα χρυσό, ολόχρυσο γιορντάνι

κούρβα, η (ουσιαστικό) < λατινική curvus:
εργάτρια του σεξ, γυναίκα «ελευθερίων ηθών» 
π.χ.: Άλεσε, μύλο μ’, άλεσε της κούρβας το κεφάλι

ματρώνα, η (ουσιαστικό) < λατινική matrona:
πατρόνα, μαντάμα, τσατσά

νταγιαντώ (ρήμα) < τουρκική dayandim:
υπομένω δύσκολες καταστάσεις, αντέχω
π.χ.: Δεν νταγιαντώ δυο πράματα, φτώχεια και γεροντάματα

 

 

Σημείωμα του επιμελητή:

 

Το άνωθεν άσμα προέρχεται από ανέκδοτο χειρόγραφο του Νικολάου Πολίτη (1850-1921), το οποίο μελετά η ερευνητική ομάδα του καθηγητή João Nikolau Polites da Silveira (1945-)– δισεγγονού του πατέρα της νεοελληνικής Λαογραφίας, καθώς και ιδρυτή και κατόχου της πρώτης έδρας Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του São Paulo. Χρονολογούμενο στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, το εν λόγω χειρόγραφο ήλθε προ τριετίας στο φως και περιέχει είκοσι τέσσερις αποκηρυγμένες ή «απόκρυφες» «εκλογάς από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» οι οποίες κατεγράφησαν μεν από τον Νικόλαο Πολίτη, δεν συμπεριελήφθησαν όμως ποτέ στο ομώνυμο θεμελιώδες έργο του (1914).

Στο σύνολό τους, τα αποσιωπημένα κείμενα του χειρογράφου εγείρουν ζητήματα ποικίλων μορφών ομοερωτικής επιθυμίας. Σκιαγραφούν το φύλο και τη σεξουαλικότητα όχι ως υπερβατικές, παγιωμένες ουσίες, αλλά ως διαδικασίες: επιτελεστικές (performative), ανοιχτές στη ρευστότητα (gender fluid) και σε πρωτεϊκής υφής μεταμορφώσεις. Χωρίς βεβαίως οι κοινωνικές επιταγές να αγνοούνται – αντιθέτως, υπογραμμίζεται η αδυνατότητα για ριζοσπαστικά υποκείμενα διαφόρων ειδών όχι μόνο να βιώσουν την επιθυμία τους, αλλά ακόμη και να καταστούν άξια πένθους.

Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα του καθηγητή da Silveira, η αποκηρυγμένη –πλην όμως γνησίως ελληνική– φωνή των τραγουδιών αυτών απεδείχθη άκρως οικουμενική, υπερβαίνοντας εθνικά και γλωσσικά σύνορα. Τα είκοσι τέσσερα άσματα διέρρευσαν στο εξωτερικό και μεταφράστηκαν σε χώρες όπως η Σκοτία, η Φλάνδρα, η Βραζιλία, η Ινδία και η Αργεντινή. Η υποδοχή τους ήταν μάλιστα τόσο θερμή και η επιρροή τους τέτοια που μεμονωμένοι συγγραφείς, αλλά και ευρύτερες κοινότητες οικειοποιήθηκαν ορισμένα εξ αυτών, παρουσιάζοντάς τα είτε ως «πρωτότυπα δημιουργήματά τους» είτε ακόμη και ως «μέρος της άυλης πολιτισμικής τους κληρονομιάς». Σημειωτέον ότι η ελληνική τους προέλευση έχει επιμελώς και επανειλημμένως αποσιωπηθεί. Ο διττός στόχος της ομάδος του καθηγητή da Silveira είναι α) η ταύτιση των ασμάτων του χειρογράφου Πολίτη με ατομικά και συλλογικά λογοτεχνικά έργα της παγκοσμίου κληρονομιάς, και β) η κατάδειξη του ηγεμονικού ρόλου της ελληνικής προφορικής παραδόσεως στη συγκρότηση της κληρονομιάς αυτής.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω, το άσμα «της Ζωγραφούς» αναδύεται μοναδικό σε σχέση με το υπόλοιπο corpus. Το μη ελληνόγλωσσο αντίγραφό του δεν έχει ανακαλυφθεί ώς τώρα. Ο μίτος της αφήγησης απηχεί πασίγνωστο μύθο της κλασικής αρχαιότητος, ενώ την ίδια στιγμή συνομιλεί ευθέως με πρόσφατη επανανάγνωσή του από τον σύγχρονο νεοελληνικό κινηματογράφο. Το ίδιο το κείμενο φτάνει στα χέρια μας γεμάτο ρωγμές. Δεν είναι λίγα τα σημεία όπου το χειρόγραφο είναι φθαρμένο, μη αναγνώσιμο – δηλώνονται στην παρούσα έκδοση με αποσιωπητικά εντός αγκύλης. Ο σπαραγματικός αυτός χαρακτήρας, σε συνδυασμό με την κάπως εκτεταμένη –αν όχι ελαφρώς λαβυρινθώδη– πλοκή, οδήγησε μεμονωμένους μελετητές στην ακόλουθη υπόθεση: ίσως να μην αποτελεί ενιαίο έργο, αλλά συμπίλημα συντομότερων ασμάτων, συντεθειμένων από τον Νικόλαο Πολίτη. Στην παραπάνω υπόθεση αντιτίθεται πειστικά ο καθηγητής da Silveira και η ομάδα του. Κατά το πόρισμα του εξέχοντος νεοελληνιστή, η «Ζωγραφού» αποτελεί οπωσδήποτε τον κορμό ενός ενιαίου –πιθανώς εκτενέστερου– άσματος, χαμένοι στίχοι του οποίου δεν είναι απίθανο να ανακαλυφθούν στο εγγύς μέλλον. 

Νικηφόρος Ερράντες
μεταδιδακτορικός ερευνητής, Πανεπιστήμιο του São Paulo

 

Για λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το ζήτημα, καθώς και πλούσιο υλικό από το χειρόγραφο Πολίτη, βλ. δύο διαφορετικές εκδοχές της εν εξελίξει μελέτης του γράφοντος υπό τον τίτλο «Pustia ke ololygmos: Εκλογαί από τα απόκρυφα τραγούδια του ελληνικού λαού», δημοσιευθείσες στον συλλογικό τόμο Φωνές / Fonés, Πάνος Πανόπουλος και Ελπίδα Ρίκου (επιμ.), εκδόσεις νήσος, Αθήνα 2016, και στο περιοδικό The Books’ Journal, τχ. 63 (Φεβρουάριος 2016).


Ο Μάριος Χατζηπροκοπίου απαγγέλλει το τραγούδι «Της Ζωγραφούς»

Ο Μάριος Χατζηπροκοπίου (Θεσσαλονίκη, 1981) γράφει, μεταφράζει, και επιτελεί κείμενά του σε κοινό. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στην ανθολογία Futures: Poetry of the Greek Crisis (2015) και σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ επιτελέσεις του έχουν παρουσιαστεί σε διεθνή συνέδρια και φεστιβάλ.

Ο Νικηφόρος Ερράντες είναι νεοελληνιστής, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του São Paulo και ετερώνυμο του Μάριου Χατζηπροκοπίου.

 

http://dimitria.thessaloniki.gr/50/artists/marios-chatziprokopiou

http://www.lifo.gr/articles/music_articles/99111

[ + ]

βίντεο:

Performance Research Seminar - 03.09.2016: N.Herrantes / H. Maples