λ_ink #05-06.1.

 

Φοίβη Γιαννίση

 

Χίμαιρα

 

 

 


I

INTERLUDE ΜΕΣΗΜΕΡΙ

 

είμαι κλεισμένη στη σπηλιά του Κύκλωπα.

το ένα μοναδικό του μάτι με φρουρεί.

εγώ αγρυπνώ.

– Κύκλωπα, άνοιξέ μου την πόρτα!

– Κύκλωπα, άφησέ με να φύγω!

ο Κύκλωπας χαϊδεύει το τρίχωμα της ράχης μου.

ανάβει φωτιά

τρίβει τα χέρια

τρώει το κρέας το τυρί το κρασί μου.

κοιμάται ευτυχισμένος 

ενώ με φυλάει

ρεύεται 

με το ένα μοναδικό του μάτι ανοιχτό. 

 

 

 

II

 

Να ερευνηθώσιν όλα τα σπήλαια και τα καταλύματα,

διότι 

εναποθέτοντες εντός αυτών τροφάς οι λησταί το θέρος,

υποκρύπτονται τον χειμώνα εντός αυτών.

Να ερευνηθώσιν επακριβώς όλα τα πυκνά δάση,

και ιδίως τα πυκνόφυλλα δένδρα αυτών,

διότι οι λησταί γεμίζοντες ασκούς αιγιδίων

(έχοντες το μαλλίον των έξωθεν)

τύλεκρον αλατισμένον, 

και δένοντες στερεώς, και αλατίζοντες τα στόμια αυτών, 

τους κρεμούσιν εις τοιαύτα δέντρα.

 

 

 

ΙII

 

Carlyle και Hant (1801)55

Βάδιζαν στους δρόμους με το μωρό κουρνιασμένο στην πλάτη τους κι ένα ψηλό πιθάρι ή σταμνί στο κεφάλι και την ίδια στιγμή έγνεθαν τη ρόκα τους.

 

 

 

IV

ΕΥΧΗ

 

κλαίω πλέον μονάχα δύο φορές τον χρόνο.

από τον ύπνο ξεκινά.

είσαι μικρό και δροσερό και τρυφερό

σαν το νερό – στο όνειρο.

και κλαίω όταν ξυπνώ – μεγάλωσες

ω πόσο βρίσκεσαι μακριά.

είθε η καρδιά σου να ’ναι πάντα τρυφερή

μες στο μεγάλο σώμα σου.

και η ζωή σου μακριά 

και τυχερή και ευτυχισμένη.

«με την ευχή μου» έλεγε η γιαγιά

όταν την χαιρετούσαμε. να φύγουμε.

 

 

 

V

ΑΙΓΙΣ

 

φεύγουνε σωρηδόν οι καραβιές με τους ανθρώπους

νεαρούς και δυνατούς.

πίσω οι μάνες με τις μαντίλες τυλιγμένες 

«πού να ’σαι, γιε μου» – αναρωτιούνται

κάθε μέρα και προσεύχονται. 

στο φως.

άραγε για το τέλος να μαθαίνουν;

«πού είσαι, γιε μου» – λέει η θεά Θέτις

κορμοράνος ή σουπιά

βουτώντας κατακόρυφα στης θάλασσας τα βάθη

κολυμπώντας αβίαστα σαν το πουλί στον ουρανό.

σε πότισα ροδόσταμο

σε μεγάλωσα – με το γάλα μου με τη θεϊκή φωτιά μου

σε βούτηξα μέσα της ολόκληρο

ασπίδα στο σώμα σου όταν θα είναι μακριά μου.

αλλά τα σώματα είναι σώματα τα σώματα είναι ύλη

κι έπρεπε από τους αστραγάλους

ανάποδα να σε κρατώ

από τις φτέρνες τις μικρές σου.

κι αυτή η της αθάνατης λαβής σφραγίδα

έγινε το τρωτό σημάδι σου αγαπημένε.

ο τόπος της λαβής της μάνας

σημάδι του θανάτου.

 

 

 

ΣΦΑΓΗ

 

μας τηλεφώνησαν να πάμε.

μέσα στη στρούγκα ένας ψηλός νέος βοσκός κοκκινοτρίχης

με φόρμα μπλε του κοβαλτίου

διάλεγε τα ερίφια για τη σφαγή.

αρσενικά κατά το πλείστον. κατσίκια δυομηνίτικα.

τα έπαιρνε στην αγκαλιά ένα προς ένα

και προχωρούσε με το μωρό να σκούζει

σταυρό στο στήθος κρεμασμένο.

πριν το περάσει πάνω απ’ τη μάντρα στην άλλη μεριά

του θανάτου.

κι ήταν ο Χριστός κι ήταν ο Μοσχοφόρος

κι ήταν ο Χάρος ο βοσκός κι ήταν αυτός που τα ξεγέννησε

κι ήταν η Μάνα τους και τα ’ξερε ένα ένα

ποιανής παιδί είναι καθένα.

τους είχε με τα ίδια χέρια πρωτοβάλει

το στόμα στο βυζί – της μάνας

να τα μάθει πρώτα εκείνος κι από εκείνον αυτή.

τώρα τα έσπρωχνε στο μαύρο του φορτηγού το στόμα

που θα τα πήγαινε στον Άδη.

κι όταν ξεμύτιζαν τα κεφαλάκια από την τρύπα

τα θώπευε χαδιάρικα χτυπούσε τις μουσούδες 

ωθώντας πάλι προς τα μέσα. βαθιά εκεί.

 

βελάσματα πόδια ζωντανά κοιλιά στήθος κεφάλια

ανάσκελα όρθια χτυπήματα σπαρταριστά.

άνθρωποι σιωπηλοί. σκύψε πάρε κράτα σκούξε

δώσε σκύψε πάρε φόβο πήγαινε μακριά.

σκοτεινό κήτος στριμωχτά.

ξόδι. καρδιές δίψα φωνές.

σφαγείο. υπόστεγο της αγωνίας. αναμονή.

τα κοπάδια σε μάντρες χωριστές. γιάννης μούρτος καλαμάκι

νίκος φυτίλας αλμυρός γιώργος λιάγκας καλαμάκι.

μαζί με τα μοσχάρια τα αρνιά θρηνούν ομαδικά.

κατσίκια σιωπηλά. βουβά. λέει πως ξυπνούν και σκούζουν

μόνο μόλις τα παίρνουν προς τα εκεί

την αίθουσα την τελική.

όταν οι μάνες επιστρέψουν στο μαντρί απ’ τη βοσκή

και δεν τα βρουν

σπαραχτικά –λέει– θρηνούν.

άραγε ξέρουν;

μετά θα θυμηθούν;

 

 

 

VII 

 

Carlyle και Hant (1801)55

Μικρά νομίσματα είχαν στερεωθεί στις πλεξίδες της, που έπεφταν στη ράχη και σχεδόν ακουμπούσαν στο χώμα.


Η Φοίβη Γιαννίση απαγγέλλει την «Χίμαιρα»


φωτογραφίες: 001 – 003:
ΑΙΓΑΙ_Ω. Τραγούδια I, II
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη». 
22 Οκτωβρίου 2015 και 6 Νοεμβρίου 2015
Σκηνοθεσία: Ισαβέλλα Μαρτζοπούλου
Φωτογραφίες: Δάφνη Παπαδοπούλου
Υπ-ωδήματα και Τραγωδείο: σχεδιασμός Ίρις Λυκουριώτη

φωτογραφία 004:
ΑΙΓΑΙ_Ω. Τραγούδια ΙΙΙ
Αλατζά Ιμαρέτ, 50ά Δημήτρια, Θεσσαλονίκη
από το EXULAT […poeta in terra…]
9 Οκτωβρίου 2015
Επιμέλεια: Βασίλης Αμανατίδης
Φωτογραφία: Σοφία Καμπλιώνη - Χρήστος Αθανασίου

Η Φοίβη Γιαννίση γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έχει εκδώσει τiς ποιητικές συλλογές Αχινοί (Αθήνα, 1995), Ραμαζάνι (Αθήνα, 1997), Θηλιές (Νεφέλη, 2005), Ομηρικά (Κέδρος, 2009), Τέττιξ (Γαβριηλίδης, 2012), Ραψωδία (Gutenberg, 2016). Εκτός από την ποίηση ασχολείται με το δοκιμιακό λόγο περί ποιητικής (σχέση ποίησης με κατασκευή, χώρο, τοπίο, σώμα, φωνή) και ερευνά το θέμα της εκφώνησης ποίησης με δράσεις απαγγελίας in situ. 

http://phoebegiannisi.net/el/

http://www.biblionet.gr/author/57569/...

Φοίβη Γιαννίση: ΤΕΤΤΙΞ
(ΕΜΣΤ)

[ + ]

βίντεο:

ΝΟΜΗ (με τα μάτια της Αίγας)

Βίντεο
Σύλληψη: Φοίβη Γιαννίση
Κάμερα/σκηνοθεσία: Αίγα Σκοπέλου 5 ετών ανώνυμη από το μαντρί του Γιάννη Μούρτου
Μοντάζ, Ήχος: Γιώργος Καλύβης